- νεκροτομείο
- το1. χώρος στον οποίο γίνεται ανατομική εξέταση τών πτωμάτων2. εργαστήριο για την άσκηση τών φοιτητών τής ιατρικής στην ανατομία πάνω σε πτώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκροτόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Θ. Αρεταίο].
Dictionary of Greek. 2013.